οχλευνται

οχλευνται
    ὀχλεῦνται
    эп.-ион. 3 л. pl. praes. pass. к ὀχλέω См. οχλεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οχλευνται" в других словарях:

  • ὀχλεῦνται — ὀχλέω move pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλεύω — ὀχλεύω (Α) οχλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὀχλεύονται, που παραδίδει ο Ησύχ., είναι εσφαλμ. γρφ. τού τ. ὀχλεῦνται] …   Dictionary of Greek

  • οχλώ — (ΑΜ ὀχλῶ, έω) [όχλος] ενοχλώ νεοελλ. (νομ.) κάνω υπόμνηση τού χρέους τού οφειλέτη προς εμένα αρχ. 1. κινώ, κυλίω («ψηφῑδες ἅπασαι οχλεῡνται», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ὀχλοῡμαι, έομαι (σχετικά με τόπο) γεμίζω από κόσμο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»